- επικρώζω
- ἐπικρώζω (Α)1. κράζω δυνατά («φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσαι κορῶναι», Αριστοφ.)2. φωνάζω εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικρώζῃ — ἐπικρώζω caw pres subj mp 2nd sg ἐπικρώζω caw pres ind mp 2nd sg ἐπικρώζω caw pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρώζουσι — ἐπικρώζω caw pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικρώζω caw pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρώζοντες — ἐπικρώζω caw pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζω — (AM κρώζω) 1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.) 2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.) αρχ. (για άμαξα) … Dictionary of Greek